- γεωργίαν
- γεωργίᾱν , γεωργίαtillagefem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
оранениѥ — ОРАНЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Пахота: Аще же въ написаныѧ люди дань дающаѧ въ тѣхъ токмо селехъ в нихъже написани сѹть… належащюю на нихъ работѹ и ѡранениѥ свершати. (τὴν… γεωργίαν) КР 1284, 232б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ораниѥ — ОРАНИ|Ѥ (4*), ˫А с. Земледелие: кто да(л) ти е(с)… ора(н)е. пища хытрости. жилища. законы. (γεωργίαν) ГБ к. XIV, 101г; || пахота: и на сѹдiщихъ стѧзаниѧ. на пѹтехъ бѣды. ѡрани˫а. и сѣ˫анiѧ. неполучение. всѧкъ д҃нь приходить ѡсобно (αἱ τῆς… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
MANUARIAE Sellulariaeque Artes — a civibus Romanisolim non exercebantur, teste Dionysiô l. 2. et 9. Apud Athenienses vero, quos universos Theseus divisit in Ε᾿υπατρίδας, qui coeteros dignitate antistabant, et Patricii dici possunt: Γεωμόρους, quirurihabitantes agros colebant: et … Hofmann J. Lexicon universale
συμπνέω — ΜΑ, και ποιητ. τ. συμπνείω Α [πνέω] έχω σύμπνοια με κάποιον, συμφωνώ με κάποιον («συμπνεύσαντες καὶ μιᾷ γνώμῃ χρώμενοι», Πολ.) μσν. εμπνέω αρχ. 1. (για άνεμο) πνέω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. συμβάλλω («ὁ βοῡς συμπνεῑ εἰς γεωργίαν», Ωριγ.) 3.… … Dictionary of Greek
τροφός — η / τροφός, ὁ και ἡ, ΝΜΑ, και τροφόν, τὸ, Α (κυρίως το θηλ.) αυτή που έχει αναλάβει τον θηλασμό ξένου βρέφους, παραμάννα αρχ. 1. (κυρίως το θηλ. και σπαν. το αρσ.) αυτός που τρέφει, που ανατρέφει κάποιον 2. (στους Αττικούς συγγραφείς) η μητέρα 3 … Dictionary of Greek
Χοϊδάς — Επώνυμο οικογένειας της Κεφαλονιάς. 1. Γεώργιος (1772 – 1848). Σπούδασε νομικά στην Πάντοβα και αργότερα γεωπονία στη Βονωνία. Γύρισε στην Κεφαλονιά και στη διάρκεια του 1821 ενίσχυσε οικονομικά τα αποσπάσματα των συμπατριωτών του που πήραν μέρος … Dictionary of Greek